Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη του " Μαχαιροβγάλτη" Γιάννη Οικονομίδη στον Ι. Γωγάκη

ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΘΕΛΕΙ ΣΤΟΧΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ, ΔΕ ΞΕΠΗΔΑ ΤΥΧΑΙΑ

"Είναι πραγματικά ασύλληπτο το γεγονός πως φτάσαμε στην εποχή που η ανθρώπινη ύπαρξη αντιμετωπίζεται σαν πράγμα"




 "Πρέπει να κάνουμε ταινίες που να στέκονται ισάξια με τις Ευρωπαϊκές, ακόμα και αν είμαστε «βιοτέχνες» του κινηματογράφου"

Του Ιάκωβου Γωγάκη

Το 2002 μια ταινία με τίτλο « Σπιρτόκουτο» έμελλε να βρεθεί μέσα σε διασταυρούμενα πυρά. Πολλοί την λάτρεψαν και την κατέταξαν στις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων δεκαετιών. Άλλοι πάλι την έστελναν μαζί με τον σκηνοθέτη της, στο πυρ το εξώτερων. Οκτώ χρόνια μετά, ο Κύπριος Γιάννης Οικονομίδης παρουσίασε στον τόπο καταγωγής του την πιο πρόσφατη του ταινία, τον « Μαχαιροβγάλτη » στο πλαίσιο του πετυχημένου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ « Μέρες Κύπρος 2011» κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας.

Συναντήσαμε τον 44χρονο σκηνοθέτη στο πατρικό του σπίτι στη Λεμεσό, λίγο πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, έτοιμο να συνεχίσει το δημιουργικό του έργο έχοντας την ιδέα για την τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του.

"
Ο « Μαχαιροβγάλτης» θέλει ακριβώς να δείξει το που πάει η σύγχρονη βία και οι νέες μορφές της"


Ενώ φαινομενικά υπάρχουν  διαφορές με το «Σπιρτόκουτο» και με την « Ψυχή στο Στόμα », στον «Μαχαιροβγάλτη» το διακύβευα παραμένει το ίδιο. Αναδεικνύεις μια άλλη πτυχή της ίδιας κατηγορίας ανθρώπων. Τι είναι αυτό που σε τραβάει να ασχολείσαι με τα ίδια πρόσωπα;


Στον « Μαχαιροβγάλτη » με προβλημάτισαν διαφορετικά θέματα. Ήθελα να δείξω την βιαιότητα που κουβαλάει ο Έλληνας μέσα του, και την ατιμωρησία, αποτέλεσμα της ανυπαρξίας κράτους.
Από την άλλη ασχολούμαι και στις τρεις ταινίες που ανέφερες, με αυτούς τους ανθρώπους γιατί είναι ο κόσμος που γνωρίζω, μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα τους και να τους αισθανθώ καλύτερα.

Δια γυμνού οφθαλμού μπορεί να αντιληφθεί κανείς διαφορές και στο τεχνικό κομμάτι.

Χρησιμοποίησα Red Camera στον «Μαχαιροβγάλτη» αν εννοείς αυτό. Και το αποτέλεσμα με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο. Γενικά προσέχω ιδιαίτερα τα τεχνικά ζητήματα, εικόνα, ήχο, και το sound design, γιατί το σινεμά δεν είναι μόνο περιεχόμενο είναι και φόρμα, δηλαδή πρέπει να κάνουμε ταινίες που να στέκονται ισάξια με τις Ευρωπαϊκές, ακόμα και αν είμαστε «βιοτέχνες» του κινηματογράφου.

Στο πρόσφατο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ακούστηκε η άποψη πως δημιουργείτε ελληνικό ρεύμα κινηματογράφου, κάτι ανάλογο με το ρουμάνικο νέο ρεύμα, με την νουβελ βαγκ. Είμαστε « βιοτέχνες» ακόμα, ή κάτι αλλάζει στο ελληνικό σινεμά;

Αυτά είναι υπερβολές για να τονωθεί το ελληνικό ηθικό εν μέσω κρίσης. Δεν υπάρχει ρεύμα. Η παραγωγή ταινιών παραμένει στα ίδια επίπεδα τα τελευταία χρόνια. Αν μια ταινία επιλεγεί σε κάποιο φεστιβάλ αρχίζουμε τους πανηγυρισμούς, ότι κάτι αλλάζει στον ελληνικό κινηματογράφο. Κάνουμε την τρίχα τριχιά. Το ότι γίνεται μια προσπάθεια μέσα σε δύσκολες συνθήκες αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε, αλλά ως εκεί.


«Θα την σφάξω σαν κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα»



Συζητήσεις επί συζητήσεων για τον φόνο που διαπράττει ο Νίκος στο έργο. Για ένα μέρος του κοινού ήταν η λύτρωση του πρωταγωνιστή από τον συνεχή εξευτελισμό του θείου του. Για κάποιους άλλους ο φόνος δεν είχε αιτία και αφορμή. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση;


Η αλήθεια δεν είναι στη μέση. Ήταν ένας φόνος ρηχός, επιφανειακός, καθαρά εγωισμού, μια κωλοπαιδαρίστικη κίνηση. Ο Νίκος ένιωσε θιγμένος από την συμπεριφορά του θείου του και την ώρα που έτρωγε πασατέμπο αποφάσισε να τον βγάλει από την μέση. Τον έφαγε για πλάκα, και αυτό το βλέπουμε να γίνετε και έξω στους δρόμους όχι μόνο στις ταινίες.

Εντάξει αλλά πάντα γινότανε, και στον κινηματογράφο έχουν καταγραφεί φόνοι είτε από ερωτικό πάθος ή από μια στιγμή που θα θολώσει το μυαλό. Τι πιστεύεις ότι διαφοροποιεί την βία σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;

Ο « Μαχαιροβγάλτης» θέλει ακριβώς να δείξει το που πάει η σύγχρονη βία και οι νέες μορφές της, όχι μόνο στην Ελλάδα. Βλέπουμε να σκοτώνουν, γιατί κάποιος τους κοίταξε στραβά, ή ακόμα και για διασκέδαση. Σε σχολεία στην Αμερική και στην Ευρώπη η παιδική βία βρίσκεται σε έξαρση. Στην Ελλάδα είναι κάτι πρωτόγνωρο, κάποτε υπήρχε το κίνητρο, σήμερα ισχύει αυτό που έλεγε ο Πανούσης «Θα την σφάξω σαν κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα». Η καινούργια βία έχει απαξιώσει και το νόημα της ίδιας της ζωής.

Που θα μπορούσε να οδηγήσει η βία στην Ελλάδα; Βλέπεις να οδηγούμαστε σε μια μορφή ήπιας επανάστασης;

Η Ελλάδα είναι η χώρα της ατιμωρησίας και της διάλυσης, αλλά μεταξύ όλων των άλλων οι άνθρωποι έχουν και υπαρξιακό κενό. Σε επανάσταση όχι, αλλά σίγουρα αυτό που θα δούμε θα είναι πρωτόγνωρο από δω και πέρα.
Η μορφή καθημερινής βίας που εξελίσσεται στη χώρα, θα οδηγήσει στο χάος. Είναι πραγματικά ασύλληπτο το γεγονός πως φτάσαμε στην εποχή που η ανθρώπινη ύπαρξη αντιμετωπίζεται σαν πράγμα.

"Ο γολγοθάς της χρηματοδότησης"


Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα συμπαρέσυρε φέτος και το σινεμά, μεγάλη πτώση στα εισιτήρια, εταιρείες διανομής στο όριο του οριστικού κλεισίματος. Τι πραγματικά φταίει;

Θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Οι νέοι απομακρύνονται από τις αίθουσες γιατί ο κόσμος τους βρίσκεται μέσα στο ίντερνετ και δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα επιστρέψουν σύντομα. Το κατέβασμα ταινιών και γενικότερα η πειρατεία έτσι όπως οδηγείτε το πράγμα, θα μας εξοντώσει όλους.
Χρειάζεται φαντασία και προσπάθεια να βρεθούν τρόποι στην Ελλάδα για να επιζήσει ο κινηματογράφος.
Από την άλλη όλο και πιο σπάνια βλέπεις μια καλή ταινία όσον αφορά τη γλώσσα και την ποιότητα. Δεν διανύουμε τις μεγάλες δεκαετίες του 40,50 και 60, αλλά δεν είναι λόγος για να μην βλέπουμε ταινίες. Υπάρχουν και σήμερα « έργα τέχνης».


Θα έβαζες χρήματα από τη τσέπη σου για να χρηματοδοτήσεις την ταινία σου;

Ναι, αν είχα θα βάζα, αλλά δεν έχω. Tο «Σπιρτόκουτο» το 2002 μαζί με όλα τα άλλα το χρηματοδότησα, και από τότε ακόμα πληρώνω, δεν είναι απλό αυτό, είναι ένας  γολγοθάς που τον τραβάμε όλοι στην Ελλάδα  κάθε φορά που βρισκόμαστε στη δημιουργική φάση να παράγουμε έργο. Σκέψου πως έχω βρει την ιστορία της επόμενης μου ταινία και θα είμαι στην αναμονή δεν ξέρω για πόσο, λόγω της δυσκολίας εξεύρεσης των χρημάτων.


Στασιμότητα ή βήματα μπροστά στον Κυπριακό Κινηματογράφο;

Στην Κύπρο γίνονται ταινίες, υπάρχουν νέοι άνθρωποι,  δημιουργικά άτομα που θέλουν να προσφέρουν. Ταυτόχρονα, υπάρχει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού
που ασκεί σοβαρή πολιτική και προωθεί όπως μπορεί το σινεμά, στηρίζει τους νέους δημιουργούς. Το σινεμά θέλει στόχευση  και πολιτική άποψη, δεν ξεπηδά τυχαία και στη Κύπρο υπάρχει και στόχευση και πολιτική άποψη.


Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα " Αλήθεια" Κύπρου το Σάββατο 23/4/2011)

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

"Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ" Συνεντευξη Λυδίας Κονιόρδου στον Ιάκωβο Γωγάκη




ΛΥΔΙΑ ΚΟΝΙΟΡΔΟΥ

Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της


«Αυτοί που μας κυβερνούν,  θα δυστυχήσουν,  αν δεν αντιληφθούν πως οι πεινασμένες μάζες  δεν θα χουν άλλη επιλογή από το να ξεσηκωθούν, και θα  έρθει η στιγμή που θα απειλήσουν τα κάστρα τους».





Του Ιάκωβου Γωγάκη


Κάτι τέτοιες «περίεργες μέρες» που η πολιτιστική ενημέρωση περιορίζεται δραματικά από τις φυλλάδες, κάτι τέτοιες μέρες που βλέπουμε τους πολιτικούς μας « ταγούς» να συνωστίζονται για μια συνέντευξη, για να πουν τι? τα ίδια και τα ίδια, ε τότε είμαι πραγματικά τυχερός. Η πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με την σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιό Λυδία Κονιόρδου  εξελίχθηκε σε μια απρόσμενη αλληλοεξομολόγηση.

Αφορμή, η παράσταση « Κυρία Κούλα», η νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα που παιζότανε πέρσι στο θέατρο Καρόλου Κουν και παρουσιάστηκε στο Θέατρο Παλλάς στη Λευκωσία και στο Ριάλτο στη Λεμεσό αλλά και η « Τρισεύγενη» του Κωστή Παλαμά, έργο που σκηνοθέτησε η Λυδία Κονιόρδου και  βρίσκεται αυτή την περίοδο στη σκηνή του Εθνικού Θέατρου της Αθήνας




Ο Κουμανταρέας έγραψε την « Κυρία Κούλα» λίγους μήνες μετά την μεταπολίτευση.
Δηλαδή το χρονικό σημείο της πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα, για να μιλήσει για έναν παράνομο έρωτα.  Τα διαχρονικά μηνύματα του έργου ήταν αυτά που ώθησαν τον Νίκο Μαστοράκη να το τοποθετήσει στο σήμερα? Υπάρχουν και άλλοι λόγοι?

Ναι η μεταπολίτευση ήταν συνεχώς μέσα σε διαδηλώσεις, αλλά και τώρα στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό, από άλλη αιτία  Ο Κουμανταρέας επέλεξε να δει έναν μικρόκοσμο δυο ανθρώπων μέσα στα πλαίσια αυτής της αναταραχής, χρησιμοποιώντας μια σύμβαση μιας κοινότυπης ιστορίας, για να ξεδιπλώσει την βαθύτερη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να συναντήσει και να ενωθεί με μια άλλη ψυχή. Πέρα από συμβάσεις, ρόλους κοινωνικούς και κοινωνικά συμβόλαια. Δύο άνθρωποι ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά υπάρχει κάτι που τους ενώνει. Και δεν είναι το σεξουαλικό. Είναι περισσότερο το να επικοινωνήσουν, να ζήσουν μια στιγμή ελευθερίας, αποδεσμευμένης από όλα αυτά που φυλακίζουν τη ζωή μέσα από τις καταστάσεις που ζούμε.


Από το 1975 μέχρι σήμερα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως έχουν υπάρξει αλλαγές των ανθρώπινων συμπεριφορών. Αυτές δεν αναιρούνται όταν τοποθετούμε το έργο στο τώρα?
Παραδείγματος χάριν, υπάρχει μεγαλύτερη εξοικείωση με την ιδέα ενός διαζυγίου, όταν οι άνθρωποι βλέπουν πως ο γάμος τους βρίσκεται σε αδιέξοδο.

Δεν θα συμφωνούσα. Νομίζω, δεν έχουν αλλάξει στην ουσία ριζικά οι καταστάσεις μέσα σε τρεις δεκαετίες. Αυτή η γυναικά( η Κούλα) εργάζεται.
Έχει μια άνεση. Δεν είναι εύκολο με άντρα και παιδιά να πάρει μια τέτοια απόφαση.
Αλλά και το διαζύγιο, αν ήθελε θα μπορούσε να το πάρει και το 75 που και τότε  ήταν κάτι δεδομένο. Απλώς σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε περισσότερα, να είμαστε λίγο πιο συνειδητοποιημένοι και προσγειωμένοι στη σκληρή πραγματικότητα, έχουν χαθεί οι ιδεολογικές ψευδαισθήσεις και αναζητούμε νέες αξίες. Η απελευθέρωση της ψυχής δεν έχει αλλάξει, γιατί κάθε εποχή έχει τις συμβάσεις της, και μέσα σε αυτές τις συμβάσεις ο άνθρωπος βάζει υποθήκη τη ψυχή του.
Νομίζω ότι η «Κουλα», στο έργο έχει ένα διχασμό, όπως όλοι μας οι άνθρωποι έχουμε διχασμό στη ζωή μας. Ξέρει πολύ καλά ότι έχει δημιουργήσει το κάστρο της, τις άμυνες της, το ασφαλές της λιμάνι, που δε θέλει να το διακινδυνεύσει.
Όχι μόνο γυναίκες αλλά και άντρες έχουν μια δεύτερη σχέση Δεν είναι λύση πάντα το διαζύγιο. Πολλές φορές η ύπαρξη μιας διπλής ζωής είναι αναγκαία για να θρέψει ο άνθρωπος και ένα άλλο του κομμάτι, του το οποίο έχει και αυτό ανάγκη να τραφεί. Δε λέω ότι είναι σωστό η όχι

Η ηρωίδα είναι φαινομενικά συντηρητική. Κάπου το λέει και η ίδια. Μιλάει διαρκώς για τον κοινωνικό της περίγυρο, για τον άντρα και τα παιδιά της αλλά υπάρχουν στιγμές που φαίνεται να μην το πιστεύει, να θέλει να ξεφύγει από τις συμβάσεις, και ο νεαρός φοιτητής να είναι η αφορμή. Έχει αυτογνωσία της κατάστασης της?


Η  πρωταγωνίστρια μέσα στην μοναχικότητα και την συντηρητικότητα της, μπερδεύει τις αναστολές της και ζει κάτι το οποίο δε μπορεί να ελέγξει, αλλά και πάλι επιστρέφει στη συνήθεια της, στους ρόλους και στις συμβάσεις. Της μάνας και της συζύγου. Και ο Μίμης έχει τις δικές του αναστολές. Δύο άνθρωποι που δεν είναι δυστυχισμένοι, δεν πάσχουν, αλλά βιώνουν έναν διχασμό. Θέλουν να κάνουν την υπέρβαση Μπορεί να έχουν αυτογνωσία της κατάστασης, αλλά λειτουργούν όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, με το βασανιστικό δίλλημα: Τα τινάζουμε όλα στον αέρα και ακούμε αυτό που λέει η καρδιά μας προς την ελευθερία και στο άγνωστο? η  κρατάμε την ασφάλεια μας, εκεί, που είναι  όλα πιο συντηρητικά και πιο προστατευμένα.


Το να είναι κανείς στη πρώτη γραμμή του αρχαίου δράματος, ρόλοι όπως αυτός της « Κούλας» θεωρούνται μια εύκολη ερμηνευτικά υπόθεση?

Όχι, γιατί το μεγάλο βρίσκεται μέσα στο μικρό, και το μικρό μέσα στο μεγάλο.
Έτσι επιθυμώ να πορεύομαι όλα αυτά τα χρόνια ακολουθώντας τη φράση του Ελύτη » Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας ». Τίποτα δεν είναι μικρό, αν μπορεί κανείς να διαβλέψει μέσα από το μικρό αυτό που του συμβαίνει… το μεγάλο. Σε αυτό το έργο είδα την σύνδεση των μεγάλων ρόλων με τις ποιητικές δημιουργίες των μεγάλων ποιητών. Η « Κούλα» θα μπορούσε να είναι η « Φαίδρα»





Θα μπορούσε  όμως να είναι και η «Τρισεύγενη» του Παλαμά

Βεβαίως,  μα και η Τρισεύγενη αυτό είναι ακριβώς. Θέλει να βιώσει την ελευθερία της πιο πέρα από την τακτοποίηση των κλειστών τοίχων του σπιτιού.
Είναι ένα κείμενο που αγγίζει τον καθένα. Όλοι θέλουμε να « πετάξουμε ελεύθερα», και αυτό περιορίζεται, γιατί υπάρχει ο φόβος και η ανασφάλεια. Ο άνθρωπος είναι ένα γυμνό πλάσμα που θέλει να προστατεύεται .

Η αρχαία τραγωδία είναι ένα είδος θεάτρου ανεξάντλητο όσον αφορά την οπτική που θα μπορούσε να την προσεγγίσει ένας σκηνοθέτης, αλλά και ένας ηθοποιός. Ερμηνεύσατε όλους τους μεγάλους ρόλους, Υπάρχει ακόμα το κίνητρο της ενασχόλησης με το συγκεκριμένο είδος θεάτρου ?

Ασφαλώς και υπάρχει. Θα συμφωνήσω επίσης ότι είναι ανεξάντλητο, γιατί πολύ απλά δεν γνωρίζουμε πως παιζόταν το αρχαίο δράμα. Δεν ξέρουμε πως ακουγόταν η αρχαία γλώσσα. Το εκπληκτικό είναι πως η κάθε γενιά μέσα από τις δικές της ευαισθησίες,  τους δικούς της κώδικες ,ανακαλύπτει τη σκηνική γλώσσα για να ζωντανέψει αυτά τα κείμενα. Υπάρχει μια διαρκής συνέχεια, μια εξέλιξη.
Η μελέτη του αρχαίου δράματος στον εικοστό και εικοστό πρώτο  αιώνα, έδωσε σε μας την δυνατότητα να δούμε πρόσωπο με πρόσωπο την διαδρομή όλης της νεοελληνικής δημιουργίας, και να βρεθούμε μπροστά στη διαχρονική σχέση του αρχαίου δράματος με αυτό που είμαστε σήμερα. Και για μένα προσωπικά εξακολουθεί να είναι μία πρόκληση.


Παρόλα αυτά πολλοί θεατές δυσκολεύονται να αποδεχτούν τις διαφορετικές «αναγνώσεις» των κλασσικών έργων. Τι εξήγηση δίνετε?

Πιστεύω έχει να κάνει απολύτως με την παιδεία μας. Από τη στιγμή που δεν έχουμε γνώση πως παιζόταν το αρχαίο δράμα, πως μπορεί να κρίνει κανείς αν υπάρχει μια δεδομένη φόρμα στο πως πρέπει να ανεβαίνει η αρχαία τραγωδία. Αυτός που λέει πως ξέρει είναι αμαθής και απληροφόρητος.

Ίσως να υπάρχει εξιδανίκευση για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό και απ’ εκεί να πηγάζει η μη αποδοχή του μη τετριμμένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αντιδράσεις για την «Μήδεια» του Βασίλιεφ το 2008

Τους Αρχαίους τους φανταζόμαστε ιδανικούς, ότι ζούσαν σε μια ιδεώδη κατάσταση. Δεν είναι έτσι. Είχαν ελαττώματα, δυσκολίες και προβλήματα, όπως έχουμε και εμείς σήμερα. Υπήρχε όμως και σύγκρουση και πάλη ιδεών. Μάθαμε τη διαλεκτική από τον Μαρξ αλλά η διαλεκτική προϋπήρχε,  στον Ηράκλειτο και στον Αισχύλο. Είχαν εφαρμόσει στη πράξη αυτό που σήμερα το ξεχνάμε και είναι καθοριστικό στοιχείο στη δημοκρατία. Ο διάλογος. Ήταν στοιχείο της δημοκρατίας οι αντίθετες απόψεις.
Σήμερα υπάρχει ένας αλληλοσπαραγμός, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τη συνύπαρξη των αντιθέτων, και αυτός πιστεύω είναι ο λόγος που κάποιοι αντιδρούν. Αλλά θα πρέπει να ξέρουμε πως υπάρχει και ένα κομμάτι του κοινού ανοιχτό να δεχτεί το καινούργιο.


Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, ή τα παιδιά της τρώνε την Ελλάδα.

Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Ένα από τα ελαττώματα του λαού μας είναι ο φθόνος,
τον οποίο αν δε μπορέσουμε να τον ξεπεράσουμε, ανακυκλώνοντας τη μιζέρια, την εκδικητικότατα, να στέλνουμε τα εκλεκτά μας παιδιά στην εξορία και να τα λασπολογούμε,  ε τότε δεν πρόκειται να σηκώσουμε κεφάλι. Πρέπει να δει ο καθένας από μας την προσωπική του ευθύνη.

Η προσωπική ευθύνη είναι αναπόφευκτα δεδομένη, αλλά υπάρχουν και αυτοί που μας εκπροσωπούν, που παίρνουν τις αποφάσεις.

Αν κάποιοι πολιτικοί μας εξαπάτησαν, κάποιοι τους ψηφίσαν, εμείς τους ψηφίσαμε, δεν πρέπει να σκεφτούμε γιατί τους ψηφίσαμε? Είναι μόνο γιατί μας εξαπάτησαν, μήπως και εμείς ήμασταν ευκολόπιστοι? Είναι εύκολο να δίνουμε πάντα δικαιολογίες για τον εαυτό μας, η εύκολη λύση να αποποιούμαστε την ευθύνη για οτιδήποτε. Μα δεν είμαστε νήπια, έχουμε ευθύνη για τις επιλογές μας, από την υποθήκη για δάνειο ενός σπιτιού μέχρι την καταναλωτική μανία. Αυτή τη στιγμή ερχόμαστε αντιμέτωποι με το δίλλημα που λέει ότι, αν συνεχίσουμε να ζούμε έχοντας στο μυαλό μας το αμερικάνικό πρότυπο και την ύλη, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Από την άλλη αυτοί που μας κυβερνούν  και όσοι κατέχουν χρήματα και προνόμια θα δυστυχήσουν και αυτοί,  αν δεν αντιληφθούν πως οι πεινασμένες μάζες  σαν τσουνάμι δεν θα χουν άλλη επιλογή από το να ξεσηκωθούν, και θα  έρθει η στιγμή που θα απειλήσουν τα κάστρα τους

«Δεν έχουμε οικονομία, δεν έχουμε υγεία δεν έχουμε περιβαλλοντική συνείδηση.  Οφείλουμε να έχουμε τέχνη».



Το θέατρο μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, τι ρόλο μπορεί να διαδραματίσει από δω και πέρα. Επέστρεψε στην Αθήνα η ιδέα των συνεννοήσεων και των ευέλικτων θεατρικών ομάδων. Ποια είναι η γνώμη σας?

Δε μ’ αρέσει να αναθεματιζω γιατί υπάρχει πληθώρα θεατρικών ομάδων. Το αντίθετο.
Ξέρετε γιατί το θέατρο δε θα πεθάνει και είναι και η βασική διαφορά με τη τηλεόραση. Γιατί είναι η ζωντανή επαφή και η εμπειρία της ψυχής του ηθοποιού που ενώνεται με αυτήν του θεατή. Αυτή η μαγεία κάνει το θέατρο πηγή αυτογνωσίας.
Από την άλλη σε αυτή την χώρα δεν έχουμε οικονομία, δεν έχουμε υγεία δεν έχουμε περιβαλλοντική συνείδηση.  Οφείλουμε να έχουμε τέχνη.


Θέατρο χωρίς Εθνικό θέατρο μπορεί να υπάρξει?

Τα εθνικά θέατρα πρέπει να υπάρχουν όπως και τα επιχορηγούμενα, Δεν μπορεί το θέατρο να ενδώσει αμαχητί και δεν μπορεί η τέχνη να ενδώσει στους νόμους της αγοράς και της κατανάλωσης θα είναι ολέθριο να αφεθούμε πλήρως στην ελεύθερη αγορά. Είδαμε που οδήγησε η ελεύθερη αγορά τον πολιτισμό μας, ακόμα και το ίδιο το κεφάλαιο, και ο ίδιος ο καπιταλισμός οδηγήθηκε σε κρίση,  επομένως  οφείλουμε να μην επιτρέψουμε ο πολιτισμός να συνεχίσει να θεωρείται από τους πολιτικούς δευτερεύον.
Σαν να είναι η τέχνη κάτι περιττό και διακοσμητικό. Δεν είναι περιττό. Η καλλιτεχνική δημιουργία έχει σωθεί από παλιά. Είναι το πιο σημαντικό, και πρέπει όλοι να το καταλάβουμε.


Υπάρχουν ηθοποιοί που δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους μακριά από το θεατρικό σανίδι. Έγινε τρόπος ζωής, ή πολλές φορές η ίδια η ζωή τους. Σε κάποιους λειτουργεί ακόμα και ψυχοθεραπευτικά από κάτι που τους βασανίζει. Το έχετε αισθανθεί αυτό?

Για ένα κομμάτι της ζωής μου ιδίως τα πρώτα χρόνια, ήταν περίοδος αυτογνωσίας. Από ένα σημείο και μετά όταν « γνώρισα » καλύτερα τον εαυτό μου, το θέατρο λειτουργούσε και ως αυτοθεραπεία, βγάζοντας έξω ότι με πονούσε. Μπορούσα μέσα από το θέατρο να λυτρωθώ. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να ξανά ξύνω και αυτές τις πληγές για να τις ξανά θεραπεύσω.
Αισθάνομαι από την άλλη στρατευμένη στην υπόθεση της τέχνης, και θα συνεχίσω να βρίσκομαι στη πρώτη γραμμή για να μεταφέρω με έναν ποιητικό τρόπο τις εμπειρίες που ζω κάθε στιγμή.







Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ ΣΤΟΝ ΙΑΚΩΒΟ ΓΩΓΑΚΗ

ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ



Ένα απρόοπτο συμβάν και η ακύρωση της μίας από τις τρεις συναυλίες στη μουσική σκηνή Εναλλάξ στη Λευκωσία δε στάθηκε ικανό να πτοήσει τον αγαπητό τραγουδοποιό για να μας μιλήσει από τον « Αόρατο Άνθρωπο» μέχρι την Αθήνα και τον έρωτα.




Συνέντευξη στην Εφημερίδα Αλήθεια Κύπρου
στον Ιάκωβο Γωγάκη



Ο « Αόρατος Άνθρωπος» χαρακτηρίστηκε και από σένα και από όσους σε παρακολουθούν χρόνια,  ως ένας δίσκος με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες δισκογραφίες σου. Κάποιοι έσπευσαν απο τις πρώτες μέρες να δείξουν την προτίμησή τους σε τραγούδια του παρελθόντος και κάποιοι άλλοι να την χαρακτηρίσουν ως την πιο ώριμη δουλειά σου.
Πως προέκυψε αυτή η ανάγκη σου να ξεφύγεις με άλλον ήχο και με άλλους συνεργάτες

Όταν έγραφα τα τραγούδια για τους προηγούμενος δίσκους, για τον « Χάλια», τον» Καθρέφτη και τον « Έξω», είχα ακόμα , μια φρεσκάδα, μέσα από ένα άγνωστο μου συναίσθημα και μια άγνωστη τεχνοτροπία, που σιγά σιγά την έκανα δική μου. Δηλαδή ήθελα να είναι τραγούδια
 « κινηματογραφικά», σαν ταινίες μικρού μήκους, και με δράση σαν μικρά διηγήματα. Από ένα σημείο και μετά αισθάνθηκα πως το είχα παρακάνει με αυτό, είχα την ανάγκη να δοκιμάσω κάτι που δεν ξέρω, σε κάτι που δεν είμαι ασφαλής. Ήθελα να ξεκινήσω πρώτα από την μουσική. Αυτή να λέει την ιστορία με έναν τρόπο κινηματογραφικό, και μετά τα λόγια να ακολουθούν. Αυτό έγινε τελικά, και κάπως έτσι προέκυψε ο « Αόρατος Άνθρωπος»

Ενώ ανέκαθεν έγραφες κομμάτια βασισμένα στη ζωή σου, για τον πατέρα και τη μητέρα σου για μια σχέση από το παρελθόν, στον τελευταίο σου δίσκο αισθάνεται κανείς πως ο Φοίβος Δεληβοριάς θέλει να μιλήσει για κάτι πολύ δικό του, πολύ προσωπικό.

Όλα όσα αναφέρα πριν για νέα ακούσματα στον ήχο και την μουσική, σίγουρα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης μου να ξεφύγω από την ασφάλεια μου, αλλά έπαιξε σημαντικό ρόλο και ένας χωρισμός. Εκείνη την εποχή το να γράφω τραγούδια για τους άλλους δε μου έλεγε κάτι, γιατί ζούσα μια δική μου  ιστορία, ήθελα να θεραπευτώ από αυτό που περνούσα και ο δίσκος αυτός καλύπτει τις δικές μου ανάγκες. Όλα τα τραγούδια μιλάνε για ένα πρόσωπο που δεν είναι εκεί.



Τι είναι για σένα ένας « Αόρατος Άνθρωπος »


Είναι αυτός που κοιτάζει τους άλλους χωρίς να τον κοιτάνε αυτοί. Αυτός δηλαδή που ενώ οι άλλοι ζουν με βάση τα τικ της καθημερινότητας τους, και ζουν ανυποψίαστοι στη μοναξιά τους, αυτός μπορεί να τους δει. Μπορεί να δει την κρυφή τους αλήθεια.
Απ’ την άλλη αόρατοι έχουμε γίνει όλοι μας πια, μέσα από το ίντερνετ, είμαστε όλοι δικτυωμένοι, και υπάρχουν ένα σωρό αόρατα μάτια που μας κοιτάζουν, όπως και εμείς αόρατα κοιτάζουμε τους γύρω μας


Αναφέρθηκες στο ίντερνετ. Έγραψες ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο πρόσφατα με αφορμή την ταινία Social Network που αναφέρεται στη ζωή του ιδρυτή του facebook. Είναι αθώα τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης?

Δεν τα συμπαθώ για πολλούς λόγους. Έχουν ενδυναμώσει δύο πολύ αρνητικά στοιχεία του ανθρώπου. Το ένα είναι η κολακεία, δηλαδή αν είσαι «φίλος» στο twitter ή στο facebook και σε παρακολουθούν εκατοντάδες άτομα παύει και η έννοια της κριτικής και η έννοια της ειλικρίνειας. Δεν μπορείς να τους μιλήσεις με την ίδια ευθύτητα. Το άλλο είναι ότι υπάρχει ένας υφέρπον φασισμός όπου ο καθένας είναι ελεύθερος μέσα στην ανωνυμία. Δηλαδή ένας τύπος μπορεί να μιλήσει  άσχημα απέναντι στον άλλο, χυδαία και να μην μπορείς να κάνεις αληθινό διάλογο.

Αλλά αυτή η ιστορία με το ίντερνετ έχει και θετικά. Μου άνοιξε και πάρα πολύ τους ορίζοντες. Παλιά μαθαίναμε πως βγήκε κάτι καινούργιο αλλά δεν μπορούσαμε να το βρούμε στα δισκάδικα. Με το youtube βλέπεις πως έπαιζε μια μπάντα λίγες μέρες ή ώρες πιο πριν. Η όλη κατάσταση με το ίντερνετ έχει βοηθήσει γενικότερα την αισθητική της εναλλακτικής μουσικής σκηνής στην Ελλάδα, και των νέων παιδιών που τώρα αποφασίζουν να ασχοληθούν πρώτη φορά.


Πριν μερικά χρόνια είχες πει πως υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συνεχίσεις να γράφεις. Για την οικογένεια σου, για τους ανθρώπους γύρω σου. Μετά από 7 δίσκους εξακολουθούν να υπάρχουν αυτά τα ερεθίσματα?

Ναι κάθε φορά που τελειώνουν τα 12 τραγούδια ενός δίσκου, βρίσκω ότι κάτι άφησα πίσω για ένα γεγονός, για μια παράσταση, ή για ένα πρόσωπο. Πιστεύω πως είναι ανεξάντλητη η επικαιρότητα και  το παρόν αλλά και οι μικρολεπτομέρειες της ζωής



Μεγάλωσες Καλλιθέα, μετακόμισες στο Κολωνάκι, ζεις τα τελευταία χρόνια στο Παγκράτι. Μένεις δηλαδή « πιστός» κάτοικος του κέντρου.
Πιστεύεις πως αυτή η μορφή που έχει πάρει η πόλη της αξίζει?

Οι πολιτικές έφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Δεν ήρθε ξαφνικά από μόνο του. Αν ανήκεις στους ανθρώπους που έβλεπαν την πόλη τους με αγάπη, με ρομαντισμό, με ένα δημιουργικό πείσμα, ντρέπεσαι να βλέπεις το καταθλιπτικό, το αλληλοσπαραχτικό. Ήδη από την πτώση της Δικτατορίας, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς να κάνει μια καλύτερη πόλη, καλύτερους πολίτες,  μια γρήγορη αρπαχτεί γινότανε.


Όταν είπε ο Πάγκαλος το « Μαζί τα φάγαμε » εσένα σε βρήκε σύμφωνο. Βλέπεις αυτό το ξεσάλωμα να έχει τελειώσει? Θα υιοθετούσες αυτό που λέγεται πως η Ελλάδα περνάει σε μια μετά-μεταπολιτευτική περίοδο?

Δεν συμφωνώ  με τον τρόπο που το έθεσε ο  Πάγκαλος, το θεωρώ πολύ κυνικό, αυτοί που κυβερνάνε για χρόνια να λένε αυτό το πράγμα. Είναι ντροπή. Οι πολιτικοί έχουν πολύ μεγαλύτερη ευθύνη. Από την άλλη είμαστε και εμείς «ψάρι» αθώοι πολίτες? πόσοι αντιστάθηκαν στο χρηματιστήριο, πόσοι δεν μεγαλώνουν τα παιδιά τους ακριβώς με την λογική να πάνε να βρουν έναν γνωστό για να βολευτούν. Υπάρχει μια υποκρισία την οποία και ο κόσμος την ακολουθεί, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να φταίει  ένας που του μαθαίνανε να ζει έτσι.
Αυτό που βλέπω ότι μπορεί να διορθώσει τα πράγματα είναι η ατομική ευθύνη, να πάρει ο καθένας την ευθύνη των πράξεων του και να μην τη φορτώνει στον άλλο.


Πως κρίνεις τη στάση των ανθρώπων του πνεύματος και του πολιτισμού στις εξελίξεις?

Έπαιρναν ένα σίγουρο θέμα, το οποίο δεν ενοχλούσε κανέναν μάζευαν και 400 υπογραφές, έκαναν και μια συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο. Ήταν και αυτοί μέρος του συστήματος και τώρα έχουν λουφάξει.


Έχει λουφάξει και η αριστερά?

Η αριστερά έχει παίξει και ρόλο μέσα σε όλο αυτό το πράγμα, ήταν και πολύ υποκριτική. Ένα απλό παράδειγμα, οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια στα οποία έχει ενεργό ρόλο η αριστερά, τις παρακινεί για να εκβιάσει εξελίξεις. Έχει φέρει κάποιο αποτέλεσμα? Δεν έχει αλλάξει το πανεπιστήμιο, όλοι πληρώνουν ένα σωρό λεφτά στα φροντιστήρια και στο εξωτερικό που στέλνουν τα παιδιά τους, και μέσα στα πανεπιστήμια παραμένει ένα κράτος εν κράτη των «αριστερών». Είναι πολύ κυνικές αυτές οι δυνάμεις.



Πολλοί σπρώχνουν τα νέα παιδιά να φύγουν από την Ελλάδα. Εσύ τι θα τους συμβούλευες?

Έχει μια λογική αυτό. Αν ήμουνα εγώ τώρα 15 ετών, και ήθελα να ασχοληθώ με την μουσική, με αυτές τις συνθήκες δεν ξέρω αν θα μπορούσα ή αν είχα την δυνατότητα να την κάνω στην Ελλάδα. Εκεί( στην Ελλάδα) δε σε βοηθάνε ούτε οι πνευματικοί άνθρωποι, ούτε τα πολιτικά συστήματα. Υπάρχουν δύο δρόμοι ή ο πιο επαναστατικός ο οποίος ωριμάζει και γίνεται με τα χρόνια, δεν γίνεται γιατί το λέει ένας κομματικός σχηματισμός ή ο δρόμος που ανέφερα πριν και πιστεύω αυτόν της ατομικής ευθύνης. Είναι τα πράγματα άθλια, θα κάνω καλύτερα τη δουλειά μου.



Έχεις βρει τον « προορισμό » σου?
΄
(χαμόγελο) Δεν είμαι σίγουρος για αυτό. Άλλες φορές με αγγίζουν πνευματικά και  μεταφυσικά ζητήματα και χάνομαι, άλλες το κοινωνικό είναι αυτό που βράζει μέσα μου και θέλω να βρίσκομαι εκεί που γίνεται ένα γεγονός το οποίο με ευαισθητοποιεί. Το ερωτικό, η εμμονή να προβάλλουμε το σεξουαλικό, η απελπισία του έρωτα, δεν είναι ένα και δύο είναι πολλά ζητήματα που πάντα με ενδιέφεραν.


Στη Κύπρο έρχεσαι σχετικά συχνά. Εκτός από τις συναυλίες είχες το χρόνο να την επισκεφτείς. ποια γνώμη έχεις σχηματίσει.

Κοίτα, είναι μια παράξενη κοινωνία η Κύπρος στην οποία συναντάς από πολύ συντηρητικά στοιχειά, που τα βλέπω σε διάφορα μουσικά σχήματα να ανακυκλώνουν μια μουσική του 80 ή του 90. Και διερωτώμαι. Δεν θέλουν να αλλάξουν να προτείνουν μια άλλη πλευρά? Απ την άλλη τα ίδια τα πρόσωπα έχουν μια σπίθα και μια ευφυΐα που σε εκπλήσσει. Η Κύπρος είναι σταυροδρόμι. Βλέπεις τα σούπερ μοντέρνα κτίρια που στην Αθήνα δεν υπάρχουν, αλλά και μια ανατολή μια ραθυμία έναν παλιό ελληνικού Πολιτισμό που έχει εξαφανιστεί και αυτός από την Αθήνα. Είναι ένα πολύ μοναδικό μέρος, με ενδιαφέρει η Κύπρος γιατί μεγαλώνει διαφορετικά από τον υπόλοιπο Ελληνισμό.