Μονάκριβη (Precious, 2009)
Σκηνοθέτης: Λι Ντάνιελς
με τους Γκαμπόρεϊ Σιντίμπε, Μονίκ, Πόλα Πάτον, Λένι Κράβιτζ, Μαράια Κάρεϊ, Σέρι Σέπερντ Δραματική, Η.Π.Α 2009, 109 Λεπτά
Η «Μονάκριβη» είναι το αποτέλεσμα μιας σατανικής συνένωσης . Η μυθιστοριογράφος, ο σκηνοθέτης και η ηθοποιός Μονίκ βρέθηκαν από νεαρή ηλικία να μοιράζονται κοινά, ακραία βιώματα και σ’ αυτήν την τόσο πολυσυζητημένη ταινία δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να ξεγυμνώσουν όλες τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα των σύγχρονων κοινωνιών. Ο Λι Ντάνιελς μας αποκαλύπτει οικογενειακές ιστορίες που πολλές φορές κλείνουμε τα μάτια για να μην τις βλέπουμε και τα αυτιά για να μην τις ακούμε, και με το λεπτό του χιούμορ ρίχνει φώς σε έναν τόσο απαίσιο και αποτρόπαιο τρόπο ζωής, παρασύροντας μας σε ένα πραγματικό τσουνάμι του εφηβικού πόνου, αλλά και μιας χαραμάδας φωτός, θριάμβου της θέλησης και της ελπίδας. Μια γνήσια, ρεαλιστική underground ταινία, που αποφεύγει τους έντονους μελοδραματισμούς και τις εύκολες απαντήσεις, με δύο πρωταγωνίστριες που συγκλονίζουν και ευελπιστούμε τον προσεχή Μάρτιο να τις δούμε να κρατούν το χρυσό αγαλματίδιο.
Το φίλμ βασίζεται στη νουβέλα της εμβληματικής ποιήτριας Sapphire με τον τίτλο “Push” του 1996 ( « Σπρώξε» εκδόσεις Καστανιώτη), και προσαρμοσμένο για την μεγάλη οθόνη από τον σεναριογράφο Geoffrey Fletcher με συμμετοχή στη παραγωγή και της παρουσιάστριας Oprah Winfrey.
Μεταφερόμαστε στο 1986 και στο υποβαθμισμένο Χάρλεμ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η ηρωίδα και αφηγήτρια της ιστορίας είναι η Κλαρίς Πρέσιους Τζόουνς (Γκαμπόρεϊ Σιντίμπε) ένα κορίτσι 16 ετών, παθολογικά παχύσαρκο, οριακά αναλφάβητο, που ζει μέσα σε μία απερίγραπτη κόλαση κρύβοντας την από τον περίγυρο της. Έχει ένα παιδί 4 χρονών με ειδικές ανάγκες και περιμένει άλλο ένα αποτέλεσμα βάναυσης σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού από τον πατέρα της. Μέσα στο σπίτι βιώνει έναν χείμαρρο σωματικής, λεκτικής και συναισθηματικής βίας από την ίδια της την μητέρα Μαρί (Μονίκ). Έχει επίγνωση της κατάστασης της κόρης της αλλά η συμπεριφορά της είναι τερατώδης και εμετική, που όπως αποκαλύπτεται σταδιακά, ήταν αποτέλεσμα της αγανάκτησής της που ο άντρας της ένοιωθε έλξη για την κόρη του και όχι για την ίδια.
Η Κλαρίς αποβάλλεται από το σχολείο στο οποίο φοιτούσε( λόγω εγκυμοσύνης) που ήταν και μια διέξοδος από το τραγικό οικογενειακό της περιβάλλον. Άδραξε μια ευκαιρία που της δόθηκε και μεταπήδησε σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. Η εναλλακτική εκπαίδευση που ακολουθεί αποτελεί για την ίδια έκπληξη, ανακαλύπτοντας ότι υπάρχει σανίδα σωτηρίας από το σύστημα που της έχει επιβληθεί. Έρχεται σε επαφή με την δασκάλα Αγγλικών Μπλου Ρέιν(Πόλα Πάτον) που προσελκύει την προσοχή της και μαζί με την συμβολή της κοινωνικής λειτουργού Γουάιζ(Μαράια Κάρεϊ) δίνουν ώθηση στη Κλαρίς να ξεφύγει έστω και προσωρινά από την τραγικότητα των αδιεξόδων της. Σταδιακά μαθαίνει να διαβάζει, να γράφει και να εκφράζεται.
Αλλά αυτό είναι αρκετό; Είναι αρκετό για να επουλωθούν 16 χρόνια τυραννικής, σαδιστικής και χυδαίας εκμετάλλευσης που έχει υποστεί;
Η νεαρή κοπέλα αν και αναλφάβητη είναι σκεπτόμενη και όπως θα προσέξετε διαθέτει μια απίστευτη περηφάνια σε όλες τις δύσκολες στιγμές, επιζητεί την αγάπη και την καταξίωση δεν τολμά να τα εκφράσει αλλά βρίσκονται σαν ένα παιχνίδι του μυαλού της μέσα στις φαντασιώσεις της
Αυτές οι διαλείπουσες φαντασιώσεις της είναι και ό μόνος τρόπος συντήρησης και σεβασμού του εαυτού της. Ο Λι Ντάνιελς χρησιμοποιεί καταπληκτικά το μοντάζ για να συνδέσει το παρελθόν, το παρόν και τον φανταστικό εσωτερικό της κόσμο, με την χρίσει πλούσιων χρωμάτων, έντονης μουσικής, και απότομων διακοπών πλάνων, με τον τρόπο αυτό προσφέρει στο θεατή μια ανάπαυλα από την επικρατούσα ατμόσφαιρα δυστυχίας.
Αντίθετα μόνο στη σκηνή εφιάλτη του βιασμού της από τον πατέρα της, ο σκηνοθέτης επιλέγει μια άλλου είδους τεχνική στηριζόμενος έξυπνα στην κινηματογράφηση σε αργή ταχύτητα κάνοντας τον χρόνο να μοιάζει ατελείωτος.
Ενώ ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί εξαιρετικά, παράλληλα η ίδια η ιστορία, ο τρόπος που αυτή παρουσιάζεται είναι ένα υψηλού επιπέδου μάθημα κοινωνιολογικής εμβάθυνσης του θεσμού της οικογένειας, της φτώχειας της φυλετικής διάκρισης, της γυναικείας ανισότητας που ενώ τοποθετούνται στα τέλη της δεκαετίας του 80 εξακολουθούν να προκαλούν και να σοκάρουν γιατί εκθέτουν μια υπαρκτή αλλά κρυμμένη πραγματικότητα του κατά τα άλλα « σύγχρονου πολιτισμού μας» για εκατομμύρια καταπιεσμένους ανθρώπους που είτε είναι μαύροι , λευκοί, γυναίκες οι άνδρες εξακολουθούν να υπόκεινται τα δεινά ενός άνισου συστήματος.
Πριν μερικές βδομάδες η ταινία προβλήθηκε στο Χάρλεμ αλλά και σε αίθουσες στη Times Square του Λονδίνου. Μετά το τέλος των προβολών δεκάδες άτομα εμφανώς συγκινημένα άρχισαν να μαρτυρούν τις προσωπικές τους ιστορίες ενδοοικογενειακής και σεξουαλικής βίας, βιώματα για χρόνια θαμμένα. Στις Η.Π.Α μια γυναίκα ξυλοκοπείται από τον σύντροφο της κάθε 15 δευτερόλεπτα και περίπου 220 παιδιά κακοποιούνται σεξουαλικά από έναν συγγενή ή φίλο σε καθημερινή βάση, στην Ευρώπη δε, η βία στην οικογένεια αποτέλεσε τη χρονιά που μας πέρασε πρώτη αιτία θανάτου ξεπερνώντας τον καρκίνο και τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα.
Ο Λι Ντανιελς( που ασχολείται συστηματικά με υπαρκτές αλλά « αόρατες» ιστορίες (Woodsman, Χορός των Τεράτων) μπορεί να μην προσφέρει μια λύση στα χρονίζοντα κοινωνικά ζητήματα αλλά σκαλίζει καταπληκτικά (σαν να διαβάζουμε θεατρικό έργο του Σαμ Σέπαρντ) για το τι κρύβεται πίσω από το λεγόμενο αμερικανικό αστικό όνειρο, τις διαλυμένες οικογένειες, την αναλώσιμη ζωή, την κρατική αδιαφορία και συμβάλει στην αφύπνιση των κοινωνιών, κλείνοντας με ένα όχι απόλυτα σοσιαλιστικό αλλά μάλλον κοινωνικό αισιόδοξο μήνυμα ελπίδας πως κάτι μπορεί να αλλάξει.
Το Χάρλεμ είναι το ιδανικό σημείο αναφοράς γιατί ο σκηνοθέτης μας βάζει τη σκέψη να το συγκρίνουμε με άλλες γνωστές υποβαθμισμένες περιοχές και να αντιληφθούμε πως επί της ουσίας δεν έχουν αλλάξει οι συνθήκες στο πέρασμα των χρόνων. Γιατί μπορεί τώρα στο Χάρλεμ να ζουν πλέον περισσότεροι λευκοί και ισπανόφωνοι να υπάρχουν γνωστές αλυσίδες καταστημάτων και καλύτερο οδικό δίκτυο αλλά εξακολουθεί να είναι το προάστιο της φτώχειας της υψηλής ανεργίας, των μη προνομιούχων. Τι άραγε άλλαξε τα τελευταία χρόνια στο Peckham του Λονδίνου ή στο Μεταξουργείο το δικό μας?
Η πρωτοεμφανιζόμενη Γκαμπόρεϊ Σιντίμπε θα μπορούσε να υποπέσει σε εύκολους μελοδραματισμούς αλλά τους αποφεύγει, με το γιγάντιο της πρόσωπο, την εμφανή της θλίψη οικοδομεί μια δυνατή ερμηνεία σε έναν πολύπλοκο και απαιτητικό ρόλο που την φέρνουν αντάξια μεγάλων ονομάτων να διεκδικεί όσκαρ καλύτερης γυναικείας ερμηνείας.
Περίφημη και η γνωστή κωμικός Μονίκ που εμφανίζεται μονίμως καθισμένη σε μια πολυθρόνα, άθλια ως μητέρα συγκλονιστική στη τελευταία εξομολόγησή της, κερδίζει τη συμπάθεια μας και μαζί Χρυσή Σφαίρα β γυναικείου ρόλου.
Στους μικρότερους ρόλους η συμμετοχή της Μαράια Κάρεϊ και του Λένι Κράβιτζ προσφέρουν μια θεμιτή εμπορικότητα που θα μπορούσε χωρίς αυτά τα ονόματα η « Μονάκριβη» να υποτιμηθεί και να χαθεί στη πληθώρα κινηματογραφικών ταινιών.
Εθιστική ταινία, καυτή θεματολογία, ασυνήθιστη για αμερικανική παραγωγή, γενναίες ερμηνείες και 6 υποψηφιότητες για όσκαρ( Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α΄ και Β΄ Γυναικείου Ρόλου, Μοντάζ και Διασκευασμένου Σεναρίου) συνθέτουν αυτό το τόσο τολμηρό και πολύκροτο φιλμ.
Η ΤΑΙΝΙΑ “ ΜΟΝΑΚΡΙΒΗ ” ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ 19/2/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου