Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Κριτική Ταινίας: Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο (2011)

Tα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο ( The Snows of Kilimanjaro) του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν

Κριτική: Ιάκωβος Γωγάκης


Λόγοι πολλοί με οδήγησαν στην επιλογή για παρουσίαση της συγκεκριμένης ταινίας. Ο πρώτος έχει να κάνει με το προφανές. Ότι δηλαδή πληροί και με το παραπάνω βασικά κριτήρια που θα μπορούσαν να την “απελευθερώσουν” στην ελληνική αγορά. Συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα "Ένα κάποιο βλέμμα" του Φεστιβάλ Καννών τον περασμένο Μάιο (εκεί που την είδα για πρώτη φορά) κερδίζοντας ξεχωριστή θέση στην καρδιά πολλών δημοσιογράφων, όπως και στην δική μου.


Τιμήθηκε πρόσφατα με το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επίσης προκάλεσε πραγματική κοσμοσυρροή τους μήνες Νοέμβρη & Δεκέμβρη στις κινηματογραφικές αίθουσες του Παρισιού και των άλλων γαλλικών πόλεων. Ακόμη και νεαροί σινεφίλ που μέχρι σήμερα σνόμπαραν τα έργα του Γκεντιγκιάν έτρεξαν να δουν την ταινία επαινώντας την (θα προσπαθήσουμε πιο κάτω να το ερμηνεύσουμε), ενώ υπάρχουν πολλές συγκλίσεις και ομοιότητες με το “Λιμάνι της Χάβρης” του Άκι Καουρισμάκι που εξακολουθεί να προβάλλεται στη χώρα μας. Ας μη μας διαφεύγει επίσης, πως ο Ρόμπερ Γκεντιγκιάν κουβαλάει μια ιδιαίτερη κινηματογραφική διαδρομή χαμηλού προφίλ, και με τα “Χιόνια του Κιλιμάντζαρο” θυμίζει την “Ανήσυχη Πόλη” του 2000, ίσως την πιο αποδεκτή πολιτική ταινία του Γαλλουαρμένιου δημιουργού.


Ενώ για ένα μέρος των συνανθρώπων μας η απροσδόκητη είσοδος στην ανεργία επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία τους, με το αρχικό σοκ να το διαδέχεται η απόγνωση και η απελπισία, για τον μεσήλικα Μισέλ (Ζαν-Πιερ Νταρουσίν) που για 30 χρόνια εργαζόταν στις αποβάθρες των ναυπηγείων της Μασσαλίας, υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά. Ότι τελικά θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το όνειρο ζωής του, να πάει για σαφάρι με τη γυναίκα του Μαρί Κλερ (Αριάν Ασκαρίντ) στο Κιλιμάντζαρο της Τανζανίας. Τα χρήματα της αποζημίωσης δεν επαρκούν, αλλά συμπληρώνονται από τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και στενούς τους φίλους.


Ένα δείπνο στο σπίτι του ζεύγους με καλεσμένους τον Ραούλ (Γκεράρντ Μειλά), συνάδελφο και συναγωνιστή του Μισέλ στο συνδικάτο, και τη σύζυγο του Ντενίζ (Μαρλίν Καντό), καταλήγει σε βράδυ-κόλαση, με σκηνές από το “Funny Games U.S." του Χάνεκε να έρχονται αμέσως στη μνήμη μας. Δύο μασκοφόροι με άγριες διαθέσεις εισέρχονται στο σαλόνι, χτυπούν τους θαμώνες και τους δένουν, με τον ένα εξ αυτών να κατευθύνεται στο κουτί που ο Μισέλ είχε φυλαγμένα τα χρήματα του ταξιδιού. Η ληστεία ήταν προμελετημένη, και οι κλέφτες φαίνεται να γνώριζαν σημαντικές λεπτομέρειες της ζωής του Μισέλ και της Μαρί Κλερ.


Η έρευνα της αστυνομίας και του πρωταγωνιστή θα αποκαλύψει τον ηθικό αυτουργό, έναν απολυμένο συνάδελφο του Μισέλ ο οποίος μέσα στην οικονομική του απόγνωση και την ανάγκη του να στηρίξει τα δύο του αδέρφια, θα προβεί σε αυτή την ακραία πράξη. Απ’ αυτό το σημείο ξεκινά για τον βασικό ήρωα και τη σύντροφο του, ένα διαδοχικό μπρα ντε φερ συναισθημάτων θυμού και έντονων αμφιταλαντεύσεων, αναγνωρίζοντας με τρόπο επώδυνο, πως σε αυτή τη ζωή δεν είναι όλα μαύρο ή άσπρο. Υπάρχουν χρώματα φωτεινότερα και ισχυρότερα, και για να τα προσδιορίσουμε στην ιστορία του έργου, είναι αυτά που οδηγούν στην επούλωση των τραυμάτων και στη συγχώρεση.


Ορθά λέχθηκε πως ο Γκεντιγκιάν εμπνεύστηκε την ιδέα από ένα ποίημα του Βίκτωρα Ουγκώ, παρά από το ομώνυμο έργο του Χέμινγουει. “Η καλοσύνη των φτωχών” ταυτίζεται απόλυτα με την καλοσύνη του Μαρσέλ Μάρξ και των φίλων του στο “Λιμάνι της Χάβρης” του Φινλανδου Άκι Καουρισμάκι. Μπορούμε να βρούμε μικρές και μεγάλες ομοιότητες στις δύο αυτές ταινίες που προβλήθηκαν στις Κάννες μέσα σε διάστημα τριών ημερών. Δεν έχει βέβαια σημασία να τις καταγράψουμε. Οφείλουμε όμως να σταθούμε στο γεγονός πως αποτελούν ίσως τις μοναδικές κατεξοχήν πολιτικές ευρωπαϊκές ταινίες της χρονιάς που έφυγε. Φλερτάρουν με τις μεγάλες μαρξιστικές ιδέες και δείχνουν ταυτόχρονα μέσα από τις ταινίες τους, χωρίς οι ίδιοι οι δημιουργοί τους να το καταλαβαίνουν, τις αδυναμίες της σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστεράς να διαχειριστεί τη νέα εποχή που καταφτάνει.


Οι τελευταίες σκηνές στα “Χιόνια του Κιλιμάντζαρο” δίνουν την εντύπωση ενός happy end. Δεν είναι έτσι ακριβώς, γιατί η μεγάλη ανθρώπινη αγκαλιά του Μισέλ και της Μαρί Κλερ για τον Κριστόφ, που εισέβαλε βίαια στις ζωές τους, δεν θα μπορούσε με τις υπάρχουσες συνθήκες του σήμερα να βρουν μιμητές, αν δεν υπάρξει κάποιου άλλου είδους αλλαγή.


Ποια θα είναι αυτή η αλλαγή; Άγνωστο. Για τον Αμερικανό Τζώρτζ Κλούνει στο πρόσφατο “Αι ειδοί του Μαρτίου” η απάντηση δεν είναι ουμανιστική όπως των Καουρισμάκι και Γκεντιγκιαν, είναι πιο απλή και εν ολίγοις το συμπέρασμα του είναι, “τα κόμματα χαράζουν την πολιτική, είναι μηχανισμοί διαφθοράς, ας κάνουμε κάτι για αυτό". Η τοποθέτηση στον άξονα της ταινίας του Γκεντιγκιάν για το θέμα της ανεργίας και των επιπτώσεων της, βρίσκεται στον ίδιο δρόμο που χάραξε ο Κώστας Γαβράς έξι χρόνια πριν με το “Τσεκούρι”. Και σήμερα με την οικονομική λαίλαπα να σαρώνει ότι βρει στο πέρασμα της, είναι το κίνητρο των Γάλλων που έσπευσαν μαζικά στις αίθουσες.


Με κλειστά τα μάτια χειρίζεται το καστ του ο 59χρονος σκηνοθέτης, που αποτελεί μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας μέρος της καθημερινότητας του, ενώ τα γυρίσματα εξακολουθούν να γίνονται σχεδόν επί μονίμου βάσεως στη γενέτειρα του Μασσαλία. Μια κινηματογραφική ταινία δε χρειάζεται βαθυστόχαστους προβληματισμούς για να μας ανυψώσει στα αλήθεια. Τα “Χιόνια του Κιλιμάντζαρο” μπορούν να ζεστάνουν τη θλιβερή καθημερινότητα μας, με την αισιοδοξία και την πίστη ότι η ανθρώπινη αλληλεγγύη οφείλει να επανεμφανιστεί ως αντίδοτο στη σκληρότητα και την ατομική βαναυσότητα.
 
Βαθμολογία: 7,5/10
Ιάκωβος Γωγάκης
Αναδημοσίευση απο SevenArt.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου