Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Hidden Movie Secrets in Festivals: The Color Wheel(Η.Π.Α)

Ο Ιάκωβος Γωγάκης παρουσιάζει ταινίες που αξίζουν της προσοχής σου, οι οποίες προβλήθηκαν πρόσφατα σε κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο και δεν έχουν βρει (ακόμα;) διανομή στην Ελλάδα.


The Color Wheel, του Άλεξ Ρος Πέρι

Όταν ο Κουεντίν Ταραντίνο το 1985 εν είδει κριτικού, πρότεινε τις καλύτερες ταινίες στους Καλιφορνέζους πελάτες του βίντεο κλαμπ που εργαζόταν, ο Άλεξ Ρος μόλις γεννιόταν. 17 χρόνια αργότερα, το πάθος του νεαρού για τον κινηματογράφο τον έφερε στην ίδια περίπου θέση, να θεωρείται δηλαδή παντογνώστης του περίφημου Kim Video Store της Νέας Υόρκης.

Πολλοί θα θεωρήσουν και δικαιολογημένα, παρατραβηγμένη από τα μαλλιά τη σύγκριση που κάνουμε ανάμεσα σε έναν άγνωστο καλλιτέχνη με έναν άλλο καταξιωμένο. Ο συνειρμός με αυτή την έννοια, είναι μεν αδόκιμος, αλλά υπάρχουν κοινά τους στοιχεία πέρα από την “ταινιοφαγία” τους, όπως η απόσταση και η προβληματική σχέση με τους γονείς, που τους οδήγησε με διαφορετικό τρόπο τον καθένα να εξερευνήσει μέσα από τις ταινίες αυτή την αδιέξοδη κατάσταση.

Και αν για τον Κουεντίν τα μυστήρια θρίλερ, ο Ντε Πάλμα, και η βία, σημαδεύουν τις επιρροές του, ο Άλεξ ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο, αυτόν του κοινωνικού -ενίοτε και κωμικού- αμερικανικού κινηματογράφου, με το πέπλο του Κασσαβέτη και πάνω απ’ όλους του Γούντι Άλεν να σκεπάζει τον ανερχόμενο Άλεξ Ρος Πέρι.

Στο “The Color Wheel” οι δύο βασικοί χαρακτήρες, ο Κόλιν (τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης) και η αδερφή του Τζέι Αρ (Κάρλεν Όλτμαν) έχουν πρόβλημα επικοινωνίας. Δεν τα πάνε καλά, και αυτό γίνεται αντιληπτό από την πρώτη σκηνή. Η Τζέι Αρ ζητάει από τον Κόλιν να την μεταφέρει στο σπίτι του πρώην συντρόφου και εραστή της για να μαζέψει τα υπάρχοντα της.

Το ταξίδι από την μια άκρη της χώρας προς την άλλη γίνεται το πεδίο όπου θα ξεδιπλώσουν τις διαφορές τους, από τον ρατσισμό και το σεξ μέχρι τα απλά ζητήματα καθημερινότητας, αλλά θα κάνουν και ένα βήμα μπροστά, στην αρχή μιας ιδιότυπης επικοινωνίας που η κατανόηση του ενός προς τον άλλο θα αρχίσει να υπερνικά τον σαρκασμό και τις αντιθέσεις.

Όσοι έχουν αδέρφια, ίσως να έχουν βιώσει ένα είδος χρόνιας αντιπαλότητας που ξεκινά από την παιδική ηλικία. Είναι περίπλοκη η σχέση αυτή, υπάρχει η δεδομένη οικογενειακή ευθύνη, αλλά υπεισέρχονται και κοινωνικοί παράγοντες που οξύνουν την κατάσταση, όπως η καθημερινή τους επαφή (αν δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ηλικίας), η έντονη προσωπικότητα ενός εκ των δύο και βέβαια τα εξωτερικά ερεθίσματα.

Ο Άλεξ Ρος αυτό που ευφυώς πετυχαίνει στο έργο είναι η σταδιακή εξομάλυνση των διαφορών με την αδερφή του, ρίχνοντας έμμεσα το γάντι στον οικογενειακό περίγυρο και στο τρόπο διαπαιδαγώγησης τους, χωρίς από την άλλη μεριά να πέφτει στη γκάφα της υπερμεγέθυνσης του ρόλου τους, αποδεχόμενος την άποψη πως οι συνθήκες που μεγαλώνουμε είναι τέτοιες που συν το χρόνο οι αλληλοτρικλοποδίες μειώνονται και ο καθένας τελικά “ζει στο κόσμο του”.

Η ταινία χαρακτηρίζεται από την ακατάπαυστη λογοδιάρροια των δύο πρωταγωνιστών. Και αυτή έχει τη σημασία της. Πρώτον γιατί δείχνει ότι ο λόγος αποτελεί τον μοναδικό τρόπο να μειωθούν οι ανθρώπινες αποστάσεις και δεύτερον είναι το μοναδικό μέσο αντίδοτο στη σιωπή και στην καταπίεση που οι άνθρωποι υφίστανται.

Από την άλλη μεριά, ενώ φαίνεται να ψυχογραφεί μόνο τα δύο αδέρφια και να απομονώνει τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, αναδεικνύει τελικά και αυτούς. Τον εγωπαθή και κομπλεξικό εραστή της αδερφής του (τον Νιλ), και την ανασφαλή φίλη του (την Τζούλια), μέσα σε ένα σκοτεινό παιχνίδι όπου όλοι τελικά επιδιώκουν να λυτρωθούν.

Η κωμική και αυτοσαρκαστική διάθεση του σκηνοθέτη είναι εμφανής από την αρχή μέχρι το τέλος, στοιχείο εξίσου σημαντικό για την ατομική ευθύνη και για την δυσκολία να περάσει στο θεατή κοινωνικά μηνύματα, που σε ένα δράμα θα ήταν σαφώς ευκολότερα.

Όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή, είναι δεδομένη η επίδραση του κινηματογράφου του Γούντι Άλεν, αυτό όμως δεν μειώνει τον τρόπο που ο Ρος χειρίστηκε τη δομή του έργου, και τους ηθοποιούς του, με την συνεργάτιδα και στο σενάριο Κάρλεν Όλτμαν να θέτει τις βάσεις για λαμπρή καριέρα. Ακόμα θα λέγαμε πως ξεπερνά σε σαφήνεια και ουσία τον “περίεργο” σκηνοθέτη Τοντ Σόλοντζ, που καταπιάνεται με παρόμοιας υφής θέματα.

Πολλοί θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν την μαυρόασπρη λήψη ως ύμνο στον Γκοντάρ και στη Νουβέλ Βάγκ. Ενώ η θεματολογία του έργου θα μπορούσε σε διαφορετική χρονική περίοδο να ενταχθεί στο κίνημα, είμαι επιφυλακτικός στο να υιοθετήσω την άποψη αυτή, κλείνοντας με την πιο ανάλαφρη εκδοχή, που θέλει όλους τους μεγάλους Αμερικανούς σκηνοθέτες του ανεξάρτητου σινεμά σε κάποια στιγμή της καριέρας τους να επιλέγουν συνειδητά την αποφυγή χρώματος, κάτι σαν μόδα με περιεχόμενο. Κάπως έτσι έγινε γνωστός ο Τζάρμους (“Πέρα από το Παράδεισο”), ο Ντέιβιντ Λιντς (“Eraserhead”) οι αδελφοί Κοέν, ο Τιμ Μπάρτον, ο Ντάρεν Αρονόφσκι, και τόσοι άλλοι.

Ο Ρος είναι μόλις 26 ετών, αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους του (η πρώτη λεγόταν “Impolex”), και έχει άλλες δύο στα σκαριά, ενώ όσοι θα έρθετε σε επαφή με το έργο του θα αντιληφθείτε νομίζω και εσείς την ταχεία δυναμική του, χωρίς να αποκλείεται στο μέλλον να τον συγκρίνουμε ως ίσον προς ίσον με τους προαναφερθέντες.

Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.
 
Βαθμολογία: 7,5/10
Ιάκωβος Γωγάκης
Αναδημοσίευση απο SevenArt.gr( Στήλη " Χωρίς Διανομή")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου