Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Κριτική Ταινίας: O Έρωτας του Φεγγαριού (2012)

Κριτική SevenArt:

Από το πρώτο καρέ γίνεται αντιληπτό το προσωπικό στυλ του δημιουργού, που τον χαρακτηρίζει σχεδόν σε όλες του τις ταινίες. Ένθερμος θιασώτης ενός ιδιότυπου ρομαντισμού, ο Άντερσον φτιάχνει για πολλοστή φορά στερεότυπες εικόνες του ίδιου φανταστικού σύμπαντος, όπως στον “Αρχάριο” του 1998 και στην “Οικογένεια Τενενμπάουμ” τρία χρόνια αργότερα.
Ακολουθεί σχεδόν μόνιμα μια ιδιαίτερη –εντελώς δική του- τεχνοτροπία παραμυθένιας ατμόσφαιρας, πράγματι οπτικά άρτιας. Όσον αφορά την πλοκή, στηρίζεται σε ιστορίες εφήβων (ιδίως αγοριών) με αυξημένη ευφυΐα, που μπλοκάρουν εξαιτίας της οικογενειακής αδιαφορίας και της έλλειψης γονικής στοργής. Καταλήγει πάντα στο ίδιο συμπέρασμα ό,τι τα παιδιά διαθέτουν επίκτητο χάρισμα να σκέφτονται και να πράττουν πιο ώριμα από τους ενήλικες, γιατί ο αξιακός τους κόσμος δεν έχει προλάβει να αλλοιωθεί από τον ηθικό αυτουργό αυτή της αλλοίωσης, δηλαδή την κοινωνία.
Ο 43χρονος ταλαντούχος Γουές Άντερσον προσεγγίζει και το “Moonrise Kingdom” με τον ίδιο τρόπο, περιορίζοντας έτσι την διερεύνηση νέων θεματικών. Το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα δεν είναι απογοητευτικό αλλά ούτε και τόσο εντυπωσιακό, όπως παρουσιάστηκε από μεγάλη μερίδα κριτικών στην πρεμιέρα της ταινίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν ο 12χρονος Σαμ (Τζάρεντ Γκίλμαν) δραπετεύει από την κατασκήνωση προσκόπων και εξαφανίζεται στα δάση και στις απόκρυφες παραλίες της περιοχής μαζί με τη συνομήλικη του Σούζι (Κάρα Χέιγουαρντ). Τα δύο παιδιά έρχονται κοντά μέσα από τις ιδιάζουσες οικογενειακές συνθήκες που τους στιγματίζουν. Ο Σαμ έχασε τους γονείς του και η οικογένεια που τον υιοθέτησε δεν τον θέλει πια. Η Σούζι βιώνει μια περίεργη κατάσταση μέσα στο σπίτι, με την μητέρα της (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ) να συνάπτει σχέση με τον αστυνομικό της περιοχής (Μπρους Γουίλις) και τον πατέρα της (Μπιλ Μάρει) πλήρως αποξενωμένο από το παιδί και την σύντροφο του. Ο εφηβικός τους έρωτας θα περάσει μέσα από εμπόδια, όταν ξεκινούν οι πάντες έναν αγώνα μέχρι να τους βρουν και να τους κρατήσουν μακριά.
Ο Άντερσον χτυπά αρχικά στο δυνατό του σημείο. Στέκεται στη λεπτομέρεια, ψειρίζει το κάθε πλάνο με τα ειδικά πολύχρωμα ψηφιακά εφέ και την ταυτόχρονη ροπή προς τη διαρκή κίνηση της κάμερας και των ηρώων. Υπάρχουν στιγμές που η επιβλητική κλασσική μουσική διακόπτει το λόγο και συνδέεται αρμονικά με την εικόνα και την πλοκή. Αλλά κάπου στο 45λεπτό, όταν εντοπιστούν πια τα δύο παιδιά, ο σκηνοθέτης φαίνεται να εγκλωβίζεται, να χάνει την έμπνευση του και να προσγειώνεται ανώμαλα στο δεύτερο και κυρίως στο τρίτο μέρος του έργου.
Υπερβολικά κοντινά πλάνα στους πρωταγωνιστές, αδέξιες εμβόλιμες υπερφίαλες σκηνές όπως ο εικονικός γάμος του Σαμ και της Σούζι ή η άσκοπη παρουσία της κοινωνικής λειτουργού που ερμηνεύει η Τίλντα Σουίντον, οδηγώντας σε ένα φινάλε κάπως παρωδία. Συμβατικοί οι διάλογοι, δεν συνάδουν με το οπτικό θέαμα που μας προσφέρει ο Άντερσον. Ούτε όμως υπάρχει κάποιο βάθος των συναισθημάτων, κάποια απόχρωση των πέντε πολύπλοκων βασικών χαρακτήρων.
Ταινία που αξίζει να συντροφεύσει κάποια κινηματογραφική σας εξόρμηση αυτούς τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά βλέπω υπερβολικούς τους διθυράμβους όπως αποτυπώνονται στον διεθνή τύπο.

http://www.sevenart.gr/images/star3.gifhttp://www.sevenart.gr/images/star3.gifhttp://www.sevenart.gr/images/star3.gifhttp://www.sevenart.gr/images/star3.gifhttp://www.sevenart.gr/images/star3.gif (5/10)Ιάκωβος Γωγάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου