Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Hidden Movie Secrets in Festivals: Μαδρίτη1987

Ο Ιάκωβος Γωγάκης παρουσιάζει ταινίες που αξίζουν της προσοχής σου, οι οποίες προβλήθηκαν πρόσφατα σε κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο και δεν έχουν βρει (ακόμα;) διανομή στην Ελλάδα.


Madrid 1987, του Ντέιβιντ Τρουέμπα (2011)

Τι μπορεί να κάνουν δύο γυμνά σώματα μέσα σε ένα μπάνιο για 10 και βάλε ώρες; Σίγουρα κάπου πάει το μυαλό μας, έλα όμως που μέσα εκεί γίνονται διάφορα. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητη το καλοκαίρι από το Φεστιβάλ Σαν Σεμπάστιαν, δεν κατάφερε να βρει διανομή ούτε στην Ισπανία. Ο Ντέιβιντ Τρουέμπα, στην πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, τα βρήκε σκούρα, στην πιο low budget παραγωγή του, αλλά ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είδε ίσως αυτό που είδαμε κι εμείς, και επέλεξε το “Madrid 1987” στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Σάντανς, που μόλις ξεκίνησε.

Η ιστορία διαδραματίζεται, όπως ο τίτλος προσδιορίζει, στη Μαδρίτη του 1987. Η πρώτη εικόνα του Ντέιβιντ Τρουέμπα, παραπέμπει σε καλοκαιρινό μήνα. Ένας 65άρης, περίπου, μέσα σε καφετέρια διαβάζει προσηλωμένος εφημερίδα. Βλέπει το ρολόι του. Κάτι περιμένει. Το βλέμμα του πέφτει έξω απ’ το τζάμι σε μια αιθέρια ύπαρξη. Τυχερός. Είναι το ραντεβού του.

Η συζήτηση ανάβει για τα καλά, ή για να γίνουμε πιο σαφείς, ξεκινά ο “μονόλογος” του. Ο Μάικλ είναι επιτυχημένος βετεράνος δημοσιογράφος με εικαστικές ανησυχίες. Απέναντι του, η Άντζελα. Φοιτήτρια δημοσιογραφίας, που τον θαυμάζει για τον γραπτό του λόγο, εξού και η πρωτοβουλία που πήρε να τον γνωρίσει και να ζητήσει τα “φώτα” του. Βρίσκεται όμως σε αμηχανία από την πολυλογία του και την ωμή του γλώσσα, με τον Μάικλ από την εκκίνηση να μην αφήνει περιθώριο στη νεαρή για το ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Την οδηγεί στο αρτίστικ ατελιέ του, με μοναδικό στόχο να τη ρίξει στο κρεβάτι. Αυτή, χαμένη στον εφηβικό ακόμα μικρόκοσμο της, είναι έτοιμη να ενδώσει, χωρίς να δείχνει ότι το επιθυμεί κιόλας, ούτε ότι κατηγορηματικά το αρνείται. Ενώ ο Μάικλ είναι ένα βήμα πριν απολαύσει το απρόσμενο “δώρο θεού”, θα του χαλάσει τα σχέδια η πόρτα του μπάνιου, η οποία φρακάρει, με τους δύο ήρωες να εγκλωβίζονται μέσα γυμνοί και να βρίσκονται μπροστά σε μια απρόσμενη εξέλιξη, που θα έθετε ακόμα και την ίδια τους τη ζωή σε κίνδυνο.

Όσο και να υποτιμά ο σκηνοθέτης το δημιούργημα του, χαρακτηρίζοντας την ταινία “χαλαρή”, νομίζω το γνωρίζει κι ο ίδιος, πως δεν είναι τόσο χαλαρή όσο φαίνεται. Το γεγονός ότι η αφήγηση κυλάει σα νερό, δε μειώνει την ικανότητα του Ντέιβιντ Τρουέμπα να οικοδομήσει τουλάχιστον τρία επίπεδα κοινωνικού σχολιασμού, τα οποία αναδεικνύει και με το λόγο αλλά και με τη κάμερα.

Το πρώτο είναι η άνιση μάχη του ισχυρού και του αδυνάτου, που δεν έχει να κάνει μόνο με τον επαγγελματικό τομέα, αλλά αφορά και θέματα φύλου. Ο Μάικλ θεωρεί αυτονόητη τη σεξουαλική παρενόχληση της Άντζελα, ως συνέχεια του στερεότυπου που θέλει τον καταξιωμένο άντρα να έχει τον πρώτο λόγο έναντι της γυναίκας, που ακόμα δεν έχει αποκτήσει την επαγγελματική καταξίωση, και ίσως για τον ίδιο, δεν θα έπρεπε να αποκτήσει.

Επίσης, είναι και παντρεμένος. Η πολύωρη και απρόβλεπτη παραμονή με τη μικρή “λολίτα” τον θέτει σε διάφορους κινδύνους, που με απίστευτη ψυχραιμία και κυνικότητα τους χειρίζεται. Εκφράσεις του στυλ, “σε έφερα εδώ για να σε γαμήσω”, και “να σου δείξω τον γορίλα μου”, προκαλούν γέλιο, αν σκεφτούμε ότι τα λέει ένας τύπος που έχει αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, έχοντας απέναντι του ένα πανέμορφο και σεξουαλικά ερεθιστικό πλάσμα. Από την άλλη μεριά, φανερώνουν και τις φαλλοκρατικές του απόψεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μάικλ, ακόμα και στη διάρκεια που βρίσκεται γυμνός κλεισμένος στο μπάνιο, είναι σα να καταπίνει ραδιόφωνο, δε σταματά να μιλάει, να παίζει με τον άξονα του προσώπου του, με τις κινήσεις του, και βέβαια με τα λεγόμενα του, που στοχεύουν στην ικανοποίηση του διακαή του πόθου. Δηλαδή να κάνει σεξ. Ένα παιχνίδι λεκτικής κυριαρχίας που τον βγάζει νικητή.

Η Άντζελα προφανώς και δεν είναι αγία, παρενοχλήθηκε αλλά δεν ασκήθηκε πάνω της σωματική βία για να πάει στο χώρο του, και να βγάλει τα ρούχα της. Μέσα στα πέντε τετραγωνικά, όπου οι δυο τους θα βρεθούν εξ ανάγκης για αρκετές ώρες, ο σκηνοθέτης σταδιακά θα μας μεταφέρει στο δεύτερο επίπεδο κοινωνικού σχολιασμού που είναι και το σημαντικότερο.

Είναι εκεί που θα αποκαλυφθούν οι αντιθέσεις τους, και θα αναδείξουν το χάσμα του παλιού με το νέο. Αν και μοιράζονται τον ίδιο χρόνο, τον ίδιο χώρο, είναι γυμνοί, κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, χωρίς πια τίποτα να κρύψουν. Η Άντζελα θα συμβολίσει τον τρόπο που οι νέοι σήμερα βλέπουν τον κόσμο, και που δεν θεωρούν τίποτα δεδομένο - από τη πολιτική μέχρι τον έρωτα. Και ο Μάικλ, μέσα από τα μάτια των εμπειριών και των αξιών του, έναν άλλο κόσμο με αξίες και ιδανικά που αρχίζουν να χάνονται.

Αν σε κάποιους από σας λέει κάτι το θεατρικό έργο “Ολεάννα” του Ντέιβιντ Μάμετ, αυτοί οι δύο χαρακτήρες θυμίζουν κάπως τον καθηγητή Τζον και την φοιτήτρια Κάρολ, στο θέμα του χάσματος των γενεών, της λεκτικής υπεροχής, των κοινωνικών αξιών, της σεξουαλικής ανωτερότητας, ακόμα και του πολιτικά ορθού, που ήταν μόδα στα τέλη του 1980.

Ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να αποφύγει την ανάδειξη του Μάικλ ως του κύριου χαρακτήρα του έργου, εμπλουτίζοντας περαιτέρω αυτές τις αντιθέσεις, μέσα από τον καλύτερα δουλεμένο χαρακτήρα της Άντζελα που φαίνεται κατά διαστήματα να φεύγει από το πρώτο πλάνο.

Όσον αφορά το τρίτο επίπεδο σχολιασμού είναι πολιτικής υφής. Εξ’ όσων θυμάμαι από τα φοιτητικά μου χρόνια στο Πάντειο, η Ισπανία τη δεκαετία του 1980 βρισκόταν ακόμα σε ένα στάδιο προσαρμογής στη μετά Φράνκο εποχή, με τους σοσιαλιστές του Γκονζάλες να επιτυγχάνουν ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, αλλά και να παραμένουν σε κοινωνικό επίπεδο ανοιχτές οι πληγές ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.

Ο Ντέιβιντ Τρουέμπα κλείνει σοσιαλιστικά, αλλά κάποιοι διάλογοι δεν μπορούν να μην προβληματίσουν για τις ομοιότητες του 1987 με φαινόμενα της κρίσης του σήμερα.

Τεχνικά χειρίζεται ισορροπημένα τα γυμνά κινηματογραφικά του κάδρα. Οι ρυτίδες των γερασμένων χεριών, η πτώση των μαλλιών, αντιπαραβάλλονται με τη θεσπέσια γυναικεία ωμοπλάτη, τους σαγηνευτικούς γοφούς, το σφριγηλό στήθος, ένα διαρκές παιχνίδι λόγου, μαζί και εικόνας.

Ποθητή μέχρις εσχάτων η Μαρία Βαλβέρδε, εκνευριστικός ανά διαστήματα ο Τζοσέ Σακριστάν, κρατάει πάνω του το έργο από την άλλη μεριά. Το “Madrid 1987” αξίζει για διανομή, ιδανικό για προβολή σε θερινό σινεμά, κι ας μη κυνηγάμε διαρκώς τα βραβεία. Δηλαδή το “Happy Few” ήταν καλύτερο που βγήκε πέρυσι σε αίθουσες; Για θυμηθείτε ποιο ήταν…;
 
Βαθμολογία: 7/10
Ιάκωβος Γωγάκης
Αναδημοσίευση απο SevenArt.gr( Στήλη " Χωρίς Διανομή")

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου