Από το Ιράν στη Χιλή και στη μέση... το Βαθύ Λαρύγγι
Φεστιβάλ | 16 Φεβρουαρίου 2013 | SevenArt.gr
Του Ιάκωβου Γωγάκη(gogakis@sevenart.gr)![]() |

Ακολουθούν παρακάτω μερικές επιλογές ταινιών που είδαμε τις προηγούμενες μέρες. Ξεχωρίζουμε την «Κλειστή Κουρτίνα» του Τζαφάρ Παναχί και τη «Γκλόρια» του Σεμπάστιαν Λέλιο.
Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα
Κλειστή Κουρτίνα (Closed Curtain) του Τζαφάρ Παναχί (Ιράν)
Είναι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες όπως και το σινεμά της χώρας που εκπροσωπεί. Ο Ιρανός Παναχί που έγραψε ιστορία με το «Λευκό Μπαλόνι» και τον «Κύκλο», τα τελευταία χρόνια βιώνει την κατ’ οίκον απομόνωση από το ιρανικό καθεστώς για δηλώσεις του το 2010 εναντίον του. Λίγες ώρες πριν αποχωρήσουμε από το Βερολίνο είδαμε την ταινία που απέστειλε στους διοργανωτές και την συμπεριέλαβαν στο διαγωνιστικό τμήμα.

Ο Τζαφάρ Παναχί χωρίς την άνεση του χώρου, χωρίς υποδομή, δουλεύοντας στα κρυφά και με το φόβο αντιποίνων από το καθεστώς φτιάχνει μια συμπαθητική ταινία, σαφέστατα κατώτερη από το αριστούργημα που είδαμε στις Κάννες πριν δυο χρόνια «This Is Not a Film», το οποίο είχε φτάσει στα χέρια των διοργανωτών με usb stick κρυμμένο σ’ ένα κέικ.
Εδώ ο Παναχί στοχάζεται πάνω στη βάση πολλών αλληγοριών για το Ιράν, την καταστολή και τους απίθανους νόμους. Είναι ο ίδιος απολαυστικός και ως ηθοποιός αλλά κάπου θα χαθεί μέσα σε μεταφυσικούς προβληματισμούς που θα δημιουργήσουν προς το τέλος μια μικρή κοιλιά. Δεν ξέρω αν η κριτική επιτροπή θα του δώσει τελικά το μεγάλο βραβείο, είναι σίγουρα ένας πολύ σημαντικός κινηματογραφιστής που χωρίς καθόλου χρήματα, τεχνικό εξοπλισμό και με τον ίδιο να μη μπορεί να κινηθεί στη χώρα του όπως θα ήθελε, φτιάχνει τέτοιες εξαιρετικές προσωπικές ιστορίες.
Γκλόρια (Gloria) του Σεμπάστιαν Λέλιο (Χιλή)

Το τρομερό παιδί του Χιλιανού κινηματογράφου Σεμπάστιαν Λέλιο ακολουθεί αυτή τη φορά μια γυναίκα κοντά στα 60 της, που βρίσκει διάφορους τρόπους ώστε να καλύψει τα συναισθηματικά της κενά και τη μοναξιά. Ο σύζυγος την έχει εγκαταλείψει αλλά έχει και δυο παιδιά, έχει και εγγονό, εργάζεται σε ασφαλιστική εταιρεία, όλα αυτά συνθέτουν τον εξωτερικό της περίγυρο, που όμως δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη μιας πραγματικής συντροφιάς και αγάπης. Θα συναντήσει στο κλαμπ που συχνάζει έναν απόστρατο αξιωματικό, ο οποίος αποδεικνύεται στην πορεία αδύναμος να προσφέρει στην Γκλόρια όσα η ίδια επιθυμεί.
Η Παουλίνα Γκαρσία θεωρείται μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της Χιλής, με καριέρα στο θέατρο που ερμηνεύει όλους τους μεγάλους ρόλους του σύγχρονου ρεπερτορίου. Για εμάς που πρώτη φορά την βλέπαμε, μαγνητίζει τα βλέμματα μας από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι μια αξιαγάπητη παρουσία μπροστά στο γυαλί και εισχωρεί βαθιά στην ψυχοσύνθεση εκείνων των ανθρώπων που η ψυχή τους αναζητεί έναν άλλου είδους παράδεισο.
Από την άλλη μεριά ο Σεμπάστιαν Λέλιο, λίγα χρόνια μετά από την ταινία «Αγία Οικογένεια», φτιάχνει μια βαθιά συναισθηματική ιστορία και ταυτόχρονα διαμέσου της προσωπικής περιπέτειας της πρωταγωνίστριας του, κριτικάρει την ίδια τη χώρα του με εμφανή ακόμα και σήμερα τα σημάδια της πολιτικής μετάβασης από τη δικτατορία Πινοσέτ.
Μια σίγουρα σημαντική στιγμή για το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου, όχι βέβαια κάτι το εντυπωσιακό, είναι δεδομένο όμως ότι μπορούμε να βρούμε αρκετές ταινίες με παρόμοιο περιεχόμενο. Η «Γκλόρια» είναι αληθινή και καλοφτιαγμένη και πάνω σ’ αυτά στηρίζεται και η θετική αποδοχή της εδώ στο Βερολίνο.
Καμίλ Κλοντέλ 1915 (Camille Claudel 1915) του Μπρούνο Ντιμόν (Γαλλία)

Ο Ντιμόν δεν κάνει κάτι παραπάνω από την αποτύπωση της αλήθειας. Αργόσυρτα πλάνα, φυσικός φωτισμός, διάλογοι με το σταγονόμετρο αλλά σαφώς μεγαλύτερης διάρκειας από τις άλλες ταινίες του δημιουργού. Εν ολίγοις δεν ξεπερνά τις δικές του συμβάσεις. Ένα έργο που μένει στη μνήμη μόνο για τους αποκρουστικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες του ψυχιατρείου και για δύο-τρεις στιγμές της Μπινός με φωνές, κραυγές και γοερά κλάματα.
Σημ. Κατά τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας οι αποχωρήσεις δημοσιογράφων από την αίθουσα δεν είχαν προηγούμενο.
Πανόραμα
Lovelace των Ρομπ Επστάιν και Τζέφρι Φρίντμαν (Η.Π.Α.)

Ενώ οι πληροφορίες από το Φεστιβάλ Σάντανς, εκεί που πριν από ένα μήνα πρωτοπροβλήθηκε το έργο, έλεγαν ότι η ιστορία δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο δεύτερο μισό της περιπετειώδους ζωής της Λάβλεις, αυτό που είδαμε εμείς ήταν κάτι διαφορετικό.
Οι δύο σκηνοθέτες σε μια προσπάθεια να μην αφήσουν κενά και παραλήψεις επέλεξαν μια περίεργη δομή για να παρουσιάσουν την ιστορία με απανωτά flashback, τα οποία τελικά δεν λειτούργησαν υποβοηθητικά σ’ αυτό που ήθελαν να στοχεύσουν.
Από τον τρόπο που η Λάβλεις αποχωρίζεται βίαια την οικογένεια της μεταφερόμαστε στην επόμενη σκηνή, εκεί που γράφει τα απομνημονεύματα της για να αρχίσει ουσιαστικά η ιστορία από την ημέρα που γνωρίζει το σύζυγό της και αλλάζει ριζικά η ζωή της.
Η Αμάντα Σίφριντ στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, αποδεικνύει ότι δεν ήταν τυχαία η επιλογή του Αλ Πατσίνο να την προωθήσει πριν μερικά χρόνια στην κινηματογραφική βιομηχανία. Το γεγονός ότι το έργο εκπέμπει μια σοβαρότητα και δεν ξεφεύγει υπερβολικά προς τη χυδαιότητα ούτε αποπροσανατολίζει με τις σκηνές πορνό, ευνοεί τη Σίφριντ να αποτυπώσει εξαίσια την ηρωίδα ως θύμα μιας κατάστασης που η ίδια φέρει τη μικρή ευθύνη που της αναλογεί.
Από την άλλη μεριά, το σκηνοθετικό δίδυμο περνάει κάπως επιφανειακά τα κριτικά σχόλια για τη βιομηχανία του πορνό όμως από την άλλη μεριά γοητεύει η όλη ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1970 μαζί με τις εύστοχες μουσικές επιλογές. Το σάουντρακ είναι σίγουρα από τα καλύτερα της χρονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου